Το Φθινόπωρο του 1916 ο
Γεώργιος Γρίβας κατατάχθηκε στην τότε Ελληνική Βασιλική Στρατιωτική Σχολή Αθηνών, τη σημερινή Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε το 1919 και ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός Πεζικού. Μετά από δικό του αίτημα, συμμετείχε από το Μάιο του 1919 στη Μικρασιατική εκστρατεία και υπηρετώντας στη 10η Μεραρχία, προέλασε από την Σμύρνη στον Πάνορμο και έφτασε ως τον ποταμό Σαγγάριο, πολέμησε στις μάχες του Τουρλού Μπουρνάρ, του Σαγγάριου, του Αφιόν Καραχισάρ και του Εσκή Σεχίρ, φθάνοντας 70 χιλιόμετρα από την Άγκυρα. Στις μάχες της Μικρασιατικής εκστρατείας τραυματίστηκε κατ΄ επανάληψη και για τη δράση του παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο Ανδρείας και Πολεμικό Σταυρό Γενναιότητας.
Το 1935 προήχθη στο βαθμό του Ταγματάρχη και με τη σύμφωνη γνώμη του Ιωάννη Μεταξά, μετατέθηκε στη Διεύθυνση Επιχειρήσεων στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, [Γ.Ε.Σ.] όπου υπηρέτησε ως τον Οκτώβριο του 1940, στο επιτελικό γραφείο του Αλέξανδρου Παπάγου. Μετά την Ιταλική επίθεση, με επιμονή, ζήτησε μετάθεση στην πρώτη γραμμή. Τρεις φορές του η αίτηση απορρίφθηκε όμως στο τέλος έγινε δεκτή και ως επιτελάρχης της 2ης Μεραρχίας, μονάδα που έμεινε στην Ιστορία του Ελληνικού Στρατεύματος ως η
Σιδηρά Μεραρχία, συμμετείχε στις πολεμικές αναμετρήσεις. Στη διάρκεια τους τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε για την ανδρεία και την τόλμη του.
Την άνοιξη του 1941 η πρώτη κατοχική κυβέρνηση υπό το στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου, οργάνωσε διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες και τοποθέτησε σ' αυτές πολλούς αξιωματικούς. Στην «Υπηρεσία Στρατιωτικών Αρχείων» διορίστηκε διευθυντής ο Γρίβας, αλλά ουδέποτε παρουσιάστηκε και για το λόγο αυτό κηρύχθηκε λιποτάκτης και επικηρύχθηκε νεκρός ή ζωντανός από τους Γερμανούς τον Ιούλιο του 1943.
Τον Ιούνιο του 1941, ίδρυσε την τη μυστική αντιστασιακή Οργάνωση Χ και συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση κατά των δυνάμεων του Άξονα που είχαν καταλάβει την Ελλάδα, συνεισφέροντας με τη συλλογή πληροφοριών, την κατασκοπία, την αναγραφή συνθημάτων και τη φυγάδευση Ελλήνων προς την Μέση Ανατολή. Στις 25 Μαρτίου 1943 η οργάνωση καταθέτει στεφάνι, με τον ανθυπολοχαγό Χρήστο Ευθυμάκη, ο οποίος ήταν ανάπηρος πολέμου, στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα. Το δάφνινο στεφάνι που κατατέθηκε ήταν στερεωμένο σε ξύλινο σκελετό σε σχήμα «Χ», προσδιορισμός με τον οποίο έγινε γνωστή η οργάνωση.
Μετά την κατοχή ο Γρίβας κατεύθυνε την οργάνωση του σε αντικομουνιστικό αγώνα και οι άνδρες της, το Δεκέμβριο του 1944 στο Θησείο και στου Μακρυγιάννη, συνέβαλαν καθοριστικά στην αποτροπή της επικρατήσεως των κομμουνιστών ανταρτών και την αποτροπή της προσπάθειας να μετατραπεί η Ελλάδα σε Λαϊκή Δημοκρατία. Η Οργάνωση Χ διαλύθηκε το Δεκέμβριο του 1944, όταν συγκροτήθηκε Εθνοφυλακή από την Ελληνική κυβέρνηση και τα μέλη της κατατάχθηκαν στο 143ο Τάγμα εθνοφυλακής.
Χρησιμοποιώντας το αγωνιστικό ψευδώνυμο «Διγενής», ίδρυσε και ήταν στρατιωτικός αρχηγός της ανταρτικής οργανώσεως «Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών» (Ε.Ο.Κ.Α) που πολέμησε κατά της Αγγλικής κατοχής στην Κύπρο, όπου ανέπτυξε ένοπλη δραστηριότητα, με στόχο την εκδίωξη των Βρετανών από το νησί και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ άρχισε από την 1η Απριλίου 1955, με προκήρυξη του Γρίβα προς τους Έλληνες της Κύπρου.
Τον Ιούνιο του 1964, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, εφαρμόζοντας στην πράξη το αμυντικό δόγμα του Γρίβα «ο εχθρός να μείνει στη θάλασσα», τον έστειλε στην Κύπρο και στις 12 Ιουνίου, ανέλαβε επικεφαλής στρατιωτικής Μεραρχίας 5.000 ανδρών. Τότε με τη σύμφωνη γνώμη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ανέλαβε αρχηγός στην «Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Άμυνας Κύπρου», [«Α.Σ.Δ.Α.Κ.»], και στη συνέχεια ανέλαβε την αρχηγία στην «Εθνική Φρουρά» της Κύπρου. Στις δικοινοτικές ταραχές και την τούρκικη ανταρσία 1963-1964, το χωριό Κόκκινα αποτελούσε τουρκοκυπριακό θύλακα και οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν για λαθραίες εισαγωγές όπλων και στρατιωτών από την Τουρκία. Στις αρχές Αυγούστου του 1964 δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν στον θύλακα Μανσούρας-Κοκκίνων και οι Τουρκοκύπριοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να καταφύγουν στα Κόκκινα. Η ΟΥΝΦΙΚΥΠ αδυνατούσε να επιβάλει εκεχειρία και η Τουρκία αντέδρασε βίαια με την αεροπορία της να βομβαρδίζει τις ελληνοκυπριακές θέσεις και τα χωριά με βόμβες Ναπάλμ στις 7, 8 και 9 Αυγούστου 1964. Από τους βομβαρδισμούς σκοτώθηκαν 55 Ελληνοκύπριοι, μεταξύ τους 28 πολίτες. Οι τούρκικοι βομβαρδισμοί έπληξαν κατοικημένες περιοχές, ακόμα και το νοσοκομείο στο χωριό Παχύαμμος. Η Ελλάδα αν και τέθηκε σε πολεμική ετοιμότητα, δεν επενέβη στρατιωτικά, υπακούοντας σε έκκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας για κατάπαυση του πυρός και ειρήνευση.
Στις 12 Μαΐου 1965 ο Γρίβας, με την ιδιότητα του Στρατιωτικού Διοικητή των «Ελληνικών Δυνάμεων Κύπρου» (ΕΛ.ΔΥ.Κ.), έστειλε έκθεση-αναφορά με αποδέκτες τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β', τον Πέτρο Γαρουφαλιά, τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας, σχετική με τη δράση αξιωματικών που συμμετείχαν στην οργάνωση «Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α.», οι οποίοι δρούσαν υπό την πολιτική κάλυψη και τις διαταγές του Ανδρέα Παπανδρέου και προειδοποιούσε την Αθήνα, ότι υπάρχει κίνδυνος ανατροπής του τότε καθεστώτος. Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας διέταξε τον αντιστράτηγο της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Iωάννη Σίμο, ο οποίος γι' αυτό το λόγο επισκέφθηκε την Κύπρο, όπου διεξήγαγε ανακρίσεις και εξέτασε περισσότερους από ενενήντα μάρτυρες. Η κρίση που ακολούθησε την εντολή της διεξαγωγής ανακρίσεως, οδήγησε στην παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου και στην πτώση της κυβερνήσεως της «Ενώσεως Κέντρου».
Στις 14 Νοεμβρίου 1967, οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις υπό τις διαταγές του Γρίβα, απαντώντας στην ενέργεια των Τούρκων να καταλάβουν τον δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού κοντά στα χωριά Κοφίνου και Μαρί, διακόπτοντας τη διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων, επιτέθηκαν στους Τουρκοκυπρίους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου δυτικά της πόλεως της Λάρνακας, με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός Ελληνοκυπρίου και 22 Τουρκοκυπρίων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απειλή της Τουρκίας να εισβάλλει στο νησί αποτράπηκε με ανταλλάγματα την απόσυρση της ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γεωργίου Γρίβα στην Ελλάδα.
Χρησιμοποιώντας το αγωνιστικό ψευδώνυμο «Διγενής», ίδρυσε και ήταν στρατιωτικός αρχηγός της ανταρτικής οργανώσεως «Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών» (Ε.Ο.Κ.Α) που πολέμησε κατά της Αγγλικής κατοχής στην Κύπρο, όπου ανέπτυξε ένοπλη δραστηριότητα, με στόχο την εκδίωξη των Βρετανών από το νησί και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ άρχισε από την 1η Απριλίου 1955, με προκήρυξη του Γρίβα προς τους Έλληνες της Κύπρου.
Τον Ιούνιο του 1964, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, εφαρμόζοντας στην πράξη το αμυντικό δόγμα του Γρίβα «ο εχθρός να μείνει στη θάλασσα», τον έστειλε στην Κύπρο και στις 12 Ιουνίου, ανέλαβε επικεφαλής στρατιωτικής Μεραρχίας 5.000 ανδρών. Τότε με τη σύμφωνη γνώμη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ανέλαβε αρχηγός στην «Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Άμυνας Κύπρου», (Α.Σ.Δ.Α.Κ.), και στη συνέχεια ανέλαβε την αρχηγία στην «Εθνική Φρουρά» της Κύπρου. Στις δικοινοτικές ταραχές και την τούρκικη ανταρσία 1963-1964, το χωριό Κόκκινα αποτελούσε τουρκοκυπριακό θύλακα και οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν για λαθραίες εισαγωγές όπλων και στρατιωτών από την Τουρκία. Στις αρχές Αυγούστου του 1964 δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν στον θύλακα Μανσούρας-Κοκκίνων και οι Τουρκοκύπριοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να καταφύγουν στα Κόκκινα. Η ΟΥΝΦΙΚΥΠ αδυνατούσε να επιβάλει εκεχειρία και η Τουρκία αντέδρασε βίαια με την αεροπορία της να βομβαρδίζει τις ελληνοκυπριακές θέσεις και τα χωριά με βόμβες Ναπάλμ στις 7, 8 και 9 Αυγούστου 1964. Από τους βομβαρδισμούς σκοτώθηκαν 55 Ελληνοκύπριοι, μεταξύ τους 28 πολίτες. Οι τούρκικοι βομβαρδισμοί έπληξαν κατοικημένες περιοχές, ακόμα και το νοσοκομείο στο χωριό Παχύαμμος. Η Ελλάδα αν και τέθηκε σε πολεμική ετοιμότητα, δεν επενέβη στρατιωτικά, υπακούοντας σε έκκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας για κατάπαυση του πυρός και ειρήνευση.
Στις 12 Μαΐου 1965 ο Γρίβας, με την ιδιότητα του Στρατιωτικού Διοικητή των «Ελληνικών Δυνάμεων Κύπρου» (ΕΛ.ΔΥ.Κ.), έστειλε έκθεση-αναφορά με αποδέκτες τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β', τον Πέτρο Γαρουφαλιά, τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας, σχετική με τη δράση αξιωματικών που συμμετείχαν στην οργάνωση «Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α.», οι οποίοι δρούσαν υπό την πολιτική κάλυψη και τις διαταγές του Ανδρέα Παπανδρέου και προειδοποιούσε την Αθήνα, ότι υπάρχει κίνδυνος ανατροπής του τότε καθεστώτος. Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας διέταξε τον αντιστράτηγο της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Iωάννη Σίμο, ο οποίος γι' αυτό το λόγο επισκέφθηκε την Κύπρο, όπου διεξήγαγε ανακρίσεις και εξέτασε περισσότερους από ενενήντα μάρτυρες. Η κρίση που ακολούθησε την εντολή της διεξαγωγής ανακρίσεως, οδήγησε στην παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου και στην πτώση της κυβερνήσεως της «Ενώσεως Κέντρου».
Στις 14 Νοεμβρίου 1967, οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις υπό τις διαταγές του Γρίβα, απαντώντας στην ενέργεια των Τούρκων να καταλάβουν τον δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού κοντά στα χωριά Κοφίνου και Μαρί, διακόπτοντας τη διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων, επιτέθηκαν στους Τουρκοκυπρίους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου δυτικά της πόλεως της Λάρνακας, με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός Ελληνοκυπρίου και 22 Τουρκοκυπρίων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απειλή της Τουρκίας να εισβάλλει στο νησί αποτράπηκε με ανταλλάγματα την απόσυρση της ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γεωργίου Γρίβα στην Ελλάδα.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1971 έφθασε μυστικά στην Κύπρο και ίδρυσε την Ε.Ο.Κ.Α. Β', αρχίζοντας τον αγώνα εναντίον του Μακαρίου, αγώνας και δράση που διήρκεσαν έως το θάνατο του. Την οργάνωση χρηματοδοτούσαν οι τότε Μητροπολίτες Άνθιμος ή Ανθέμιος του Κιτίου, Κυπριανός της Κερύνειας και Γεννάδιος της Πάφου, πολλοί γνωστοί Κύπριοι μεγαλοεπιχειρηματίες και άλλοι οπαδοί του Διγενή που τάσσονταν υπέρ του αγώνα της Ένωσης. Η ΕΟΚΑ Β' ιδρύθηκε για να αντιμετωπίσει την πιθανότητα επιβολής ανθενωτικής λύσεως ή μη αποδεκτής λύσης στους Έλληνες και Κύπριους εθνικιστές και αρχικά δεν ήταν κίνηση εναντίον του Μακαρίου. Μέλη της ΕΟΚΑ Β΄ συμμετείχαν κατα την διάρκεια της εισβολής σε επιθέσεις εναντίων τουρκοκυπριακών θυλάκων.
Στις 17 Μαρτίου 1959 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου τον υποδέχθηκε πλήθος επισήμων και λαού, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος τον στεφάνωσε με χρυσό στεφάνι. Η Βουλή των Ελλήνων με ομόφωνη απόφαση της στις 18 Μαρτίου 1959 τον προήγαγε στο βαθμό του αντιστρατήγου, του παραχώρησε ειδική τιμητική σύνταξη, ενώ τον ονόμασε «Άξιο Τέκνο της Πατρίδος», τίτλος που απονεμήθηκε πριν από αυτόν στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αγωνιστή της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Η δράση του αποτέλεσε πηγή εμπνεύσεως για σημαντικά απελευθερωτικά κινήματα και επαναστάτες όπως ο Κουβανός Φιντέλ Κάστρο, που έστειλε δύο επιστολές προς το Γρίβα, το 1959 και το 1974, στην πρώτη από τις οποίες, μεταξύ άλλων, έγραφε, «...Στρατηγέ, ο αγώνας σας με γοήτευσε και αποτέλεσε παράδειγμα για την απελευθέρωση της Πατρίδας μου. Συγχαρητήρια»
Πηγή: Μεταπαιδεία